- προειρηνεύω
- Α1. επιφέρω ειρήνη προηγουμένως2. καθησυχάζω, καταπραΰνω κάποιον εκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εἰρηνεύω «φέρνω την ειρήνη, συμφιλιώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προειρηνεύσαντα — προειρηνεύω pacify beforehand aor part act neut nom/voc/acc pl προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειρηνεύσας — προειρηνεύσᾱς , προειρηνεύω pacify beforehand aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)